φωνοσκόπιο(ν)

φωνοσκόπιο(ν)
το фоноскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φωνοσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • φωνοσκόπιο — το, Ν συσκευή κατάλληλη για την εξέταση τού τρόπου παραγωγής τής φωνής και τών οργάνων που συντελούν σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonoscope < φωνή + σκόπιο*] …   Dictionary of Greek

  • φωνοσκόπιο — το συσκευή για μελέτη του μηχανισμού της φωνής καθώς και για την εξέταση των οργάνων που την παράγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»